Αρχείο κατηγορίας Αναδημοσιεύσεις/Άρθρα

Ας καταστρέψουμε την εργασία – Alfredo M. Bonanno

ΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή   ειδίκευση   που τιμωρείται  από τη  βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η  κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα    η    κατάργηση   της εργασίας   σήμαινε,   μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε «εναλλακτικό» χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα «εναλλακτικά» ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το «εναλλακτικό» μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες   απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση  ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να  μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα   ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία  άποψη  είναι  σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα  εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που  θα  είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις «ξεκληρίσματος» περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

Αναδημοσίευση από rioters

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

[…]

Ο εργάτης, όσο περισσότερα αγαθά παράγει, τόσο φθηνότερο εμπόρευμα γίνεται. Η υποτίμηση του ανθρώπινου κόσμου αυξάνεται σε άμεση αναλογία με την αύξηση της αξίας του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα, παράγει επίσης τον εαυτό της και τους εργάτες σαν ένα εμπόρευμα. Και γίνεται αυτό στην ίδια αναλογία που παράγει εμπορεύματα γενικά.

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, αντιστρατεύεται την εργασία σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι εργασία που ενσωματώθηκε κι απέκτησε υλική μορφή σ’ ένα αντικείμενο, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγμάτωση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, η πραγμάτωση αυτή της εργασίας, εμφανίζεται σαν απώλεια της πραγματικότητας του εργάτη, η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια και υποδούλωση προς το αντικείμενο και η ιδιοποίηση σαν αποξένωση, σαν αλλοτρίωση.

Εμφανίζεται τόσο πολύ η πραγμάτωση της εργασίας σαν απώλεια της πραγματικότητας που ο εργάτης χάνει την πραγματικότητά του ως το σημείο να πεθαίνει από την πείνα. Εμφαβίζεται τόσο πολύ η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια του αντικειμένου, που ο εργάτης απογυμνώνεται ληστρικά από τ’ αντικείμενα που χρειάζεται περισσότερο όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και για τη δουλειά του. Η εργασία η ίδια γίνεται με τεράστια προσπάθεια και με σπασμωδικές διακοπές. Εμφανίζεται τόσο πολύ η ιδιοποίηση του αντικειμένου σαν αποξένωση, που όσο περισσότερα αντικείμενα παράγει ο εργάτης τόσο λιγότερα μπορεί να κατακτήσει και τόσο περισσότερο πέφτει κάτω από την κυριαρχία του προϊόντος του, του κεφαλαίου.

Όλες αυτές οι συνέπειες περιέχονται σ’ αυτό το χαρακτηριστικό, ότι η σχέση του εργάτη προς το προϊόν της εργασίας του είναι σχέση προς ένα ξένο αντικείμενο. Γιατί είναι φανερό ότι, σύμφωνα μ’ αυτή την τοποθέτηση, όσο περισσότερο ο εργάτης, πιέζει τον εαυτό του στη δουλειά, όσο πιο ισχυρός γίνεται ο ξένος αντικειμενικά κόσμος που φέρνει σε ύπαρξη υπεράνω και ενάντια στον εαυτό του, τόσο πιο φτωχός γίνεται ο ίδιος και ο εσωτερικός του κόσμος και τόσο λιγότερο ανήκει στον εαυτό του. Το ίδιο συμβαίνει με τη θρησκεία. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό, τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του. Ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο, αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικείμενο. Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η δραστηριότητά του, τόσο λιγότερα αντικείμενα κατορθώνει να έχει στην κατοχή του. Όποιο κι αν είναι το προϊόν της εργασίας του, ο εργάτης δεν υπάρχει σ’ αυτό. Έτσι όσο μεγαλύτερο είναι το προϊόν αυτό, τόσο λιγότερο ο εργάτης είναι ο εαυτός του. Η εξωτερίκευση του εργάτη στο προϊόν που παράγει σημαίνει όχι μόνο ότι η εργασία του γίνεται ένα αντικείμενο, μια εξωτερική ύπαρξη, αλλά ότι υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και ξένα προς αυτόν, και αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν μια αυτόνομη δύναμη, σημαίνει ότι η ζωή με την οποία προίκισε το αντικείμενο τον αντιμετωπίζει σαν εχθρικό και ξένο.

Ας κοιτάξουμε τώρα από πιο κοντά την αντικειμενοποίηση, την παραγωγή του εργάτη, την αποξένωση, την απώλεια του αντικειμένου του προϊόντος του.

Ο εργάτης δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα χωρίς τη φύση, χωρίς τον αισθητό εξωτερικό κόσμο. Είναι η ύλη μέσα στην οποία πραγματώνεται η εργασία του, μέσα στην οποία δραστηριοποιείται και από την οποία και με τα μέσα της οποίας παράγει.

Αλλά όπως ακριβώς η φύση παρέχει στην εργασία τα μέσα της ζωής, με την έννοια ότι η εργασία δε μπορεί αν ζήσει χωρίς αντικείμενα πάνω στα οποία να λειτουργήσει, έτσι παρέχει τα μέσα ζωής με τη στενή έννοια της φυσικής διαβίωσης του εργάτη. Όσο περισσότερο ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσμο, την αισθητή φύση μέσα από την εργασία του, τόσο περισσότερο αποστερεί τον εαυτό του από τα μέσα της ζωής από δυο απόψεις: πρώτο, ο αισθητός εξωτερικός κόσμος γίνεται όλο και λιγότερο ένα αντικείμενο που ανήκει στην εργασία του, ένα μέσο ζωής της εργασίας του, και δεύτερο, γίνεται όλο και λιγότερο μέσο ζωής με την άμεση έννοια, ένα μέσο για τη φυσική επιβίωση του εργάτη.

Οπότε, και κατά τη μία άποψη και κατά την άλλη, ο εργάτης γίνεται σκλάβος του αντικειμένου του, πρώτο γιατί δέχεται ένα αντικείμενο εργασίας, δηλαδή δέχεται εργασία και δεύτερο γιατί δέχεται μέσα διαβίωση. Πρώτο, δηλαδή, ότι μπορεί να υπάρξει σαν εργάτης και δεύτερο ότι μπορεί να υπάρξει σαν φυσικό υποκείμενο. Η κατάληξη αυτής της υποδούλωσης είναι ότι μόνο σαν εργάτης μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του σαν φυσικό υποκείμενο και μόνο σαν φυσικό υποκείμενο μπορεί να είναι εργάτης.

(Η αλλοτρίωση του εργάτη μέσα στο αντικείμενό του εκφράζεται σύμφωνα με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας με τον ακόλουθο τρόπο: όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο πρέπει να καταναλώνει, όσο περισσότερες αξίες δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει ο ίδιος την αξία του, όσο περισσότερο τελειοποιείται το προϊόν του, τόσο περισσότερο παραμορφώνεται ο εργάτης. Όσο πιο πολιτισμένο το προϊόν του, τόσο πιο βάρβαρος ο εργάτης, όσο πιο ισχυρή η εργασία, τόσο πιο ανίσχυρος ο εργάτης, όσο πιο βελτιωμένη η εργασία, τόσο πιο άβουλος και περισσότερο υπόδουλος στη φύση γίνεται ο εργάτης).

Η πολιτική οιικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή. Η εργασία, σίγουρα, παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές ν αντικαθιστούν χειρονακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλειάς και άλλους να τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυϊα αλλά επίσης και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες.

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το θεμελιώδες έργο του νεαρού Μαρξ Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εδώ από τις εκδόσεις Γλάρος, ενώ έχει μεταφραστεί κι εκδοθεί κι από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη.

Ο Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού – Walther Bernecker

Επανάσταση ή Ρεφορμισμός;Για την αλλαγή αναρχικών θέσεων στον Ισπανικό Εμφύλιο

Στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία εξυψώνονται δύο κυρίως στοιχεία για να εξηγηθεί η οπισθοχώρηση της επανάστασης και η απώλεια της ισχύος των αναρχικών τα χρόνια 1937 και ΄38.

1/ τα φρανκικά στρατεύματα που κατάστρεφαν οτιδήποτε επαναστατικό κατακτούσαν και 2/ η θέση που κράτησε η δημοκρατική κυβέρνηση και κυρίως το ΚΚΙ που στράφηκε επίσης ενάντια σε οτιδήποτε επαναστατικό μέσα στην δημοκρατική ζώνη. Μπορεί να είναι σωστά αυτά τα δύο στοιχεία, δεν αρκούν όμως για να κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος την αποτυχία της επανάστασης. Για να γίνει αυτό χρειάζεται επιπλέον ένα τρίτο στοιχείο. Ποιές οι διαφωνίες μέσα στο αυταρχικό κίνημα και πώς αυτές οι διαφωνίες επηρέασαν τη στρατηγική και την τακτική του αναρχισμού στον εμφύλιο. Μέχρι τον εμφύλιο 1936-37 το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση των εργατών. Το μαζικό αυτό κίνημα χάνει έδαφος κατά την διάρκεια του πολέμου, μετά την νίκη του Φράνκο κυριολεκτικά κομματιάζεται και μετά την άρση της απαγόρευσης του συνδικαλισμού το 1977 ξαναζεί μια μικρή αναζωπύρωση πριν χωριστεί λόγω ιδεολογικών διαφορών και καταδικαστεί από μόνο του στην ασημαντότητα. Σημαντικότερος φορέας του αναρχοσυνδικαλισμου ήταν η Confederation Nacional del Trabajo (CNT).Η είσοδος της CNT στην κεντρική κυβέρνηση, η προτεραιότητα να νικηθεί ο πόλεμος εις βάρος της κοινωνικής επανάστασης, το «προτσές» πολιτικοποίησης με την αρνητική έννοια. Όλα αυτά έκαναν τους εργάτες να χάσουν την εμπιστοσύνη τους ενώ οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του αναρχοσυνδικαλισμου έβλεπαν να επιβεβαιώνεται με τις κριτικές που είχαν για αδυνατότητα εφαρμογής της αναρχοσυνδικαλιστικής θεωρίας.

Μέσα στο ελευθεριακό κίνημα το αμάρτημα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση και η «ρεφορμιστική» συνεργασία με άλλα συνδικάτα και κόμματα αναζωπύρωσαν τις διαμάχες των διαφόρων τάσεων. Όλοι οι αναρχικοί συγγραφείς που άσκησαν κριτική στο κίνημα που συμμετείχαν και στο ρόλο που έπαιξε αυτό στην ισπανική ιστορία, μιλάνε για ελλιπής συμφωνία των αναρχικών για τον τρόπο πραγματοποίησης μιας κοσμοθεώρησης που τόσο η CNT όσο και οι «καθαροί» αναρχικοί της Federation Anarquista Iberia αποκαλούν «ελευθεριακό κομμουνισμό». Αυτές οι διαφωνίες σε ιδεολογικά και πρακτικά ζητήματα ξεκινούν από τις αρχές του κινήματος: στο πρώτο συνέδριο των εργατών το 1870 στην Βαρκελώνη χρειάσθηκε να ψηφίσουν για τοπρόγραμμα της ομοσπονδίας. Οι διάφορές μέσα στο αναρχικό κίνημα (ρεφορμιστικές ή επαναστατικές) οξύνθηκαν τόσο που το 1931 διασπάται το αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο και οι σχέσεις μεταξύ CNT και της FAI ποτέ δεν υπήρξαν άριστες. Θα χρειαζόταν μια πιο λεπτομερείς ανάλυση των διαφωνιών σε κάθε περίπτωση, αλλά λίγο πολύ η μεγάλη διαμάχη ήταν αν τελική κατάσταση του ελευθεριακου κομουνισμού θα κατακτιόταν με ένα βίαιο ξέσπασμα του επαναστατικού πνευματος ή με μια μακρόχρονη σταδιακή «ρεφορμιστική» πορεία.

Στο συνέδριο του Μάη του 1936 στην Σαραγόσα υπήρξε βέβαια επανένωση των συνδικάτων, αλλά οι ιδεολογικές διαφορές παρέμειναν. Έτσι ο πόλεμος βρίσκει τους αναρχικούς ενωμένους σ΄ένα συνδικάτο αλλά ουσιαστικά ασύμφωνους σ΄ότι αφορά ζητήματα τακτικής και αυτή η ασυμφωνία θα έχει σημαντικές συνέπειες για την κοινωνική επανάσταση που άρχισε στις 19 Ιουλίου 1936. Αυτή η επανάσταση σαν μια πυρκαγιά σάρωνε τα πάντα στο περασμά της και έθετε στους επαναστάτες όχι μόνο το ερώτημα για τη δημιουργία νέων οικονομικών σχέσεων και κολλεκτίβων αλλά έπρεπε να βρεθεί και μια καινούργια πολιτική σχέση του οργανωμένου αναρχισμού με το μέχρι τώρα κάθετα απορριπτόμενο κράτος. Οι θεσμοί που συμβόλιζαν το καταπιεστικό κράτος τώρα είχαν καταστραφεί- στρατός, αστυνομία, κυβέρνηση, δικαστήρια. Το ερώτημα τώρα ήταν: να καταστραφεί τώρα κάθε κρατικός μηχανισμός και να εφαρμοστεί η οριζόντια κοινωνία των κολλεκτίβων και των εργατικών συμβουλίων χωρίς ιεραρχία και κυβέρνηση ή να νικηθεί πρώτα ο πόλεμος; Ο αναρχικός Juan Garcia Oliver που θα γινόταν αργότερα υπουργός δικαιοσύνης θυμάται ότι για αυτόν τότε υπήρχαν δύο επιλογές : από τη μια ελευθεριακός κομμουνισμός, που ουσιαστικά θα σήμαινε μια αναρχική δικτατορία και από την άλλη δημοκρατία , που θα σήμαινε συνεργασία. Οι καταλανικές τοπικές επιτροπές της CNT αποφασίζουν να συνεργαστούν με τους υπόλοιπους «αντιφασίστες» στις λεγόμενες αντιφασιστικές πολιτοφυλακές. Έτσι υπερισχύει μέσα στο αναρχικό κίνημα εκείνη η ρεφορμιστική τάση που λίγες εβδομάδες πριν στο συνέδριο της Σαραγόσα είχε ηττηθεί από την ορθόδοξη αναρχική τάση της FAI. Ξαφνικά οι καταλανοί αναρχικοί συνειδητοποιούν ότι δεν είχαν ποτέ αναπτύξει μια τακτική για τη φάση μετάβασης από μια κοινωνική οργάνωση σε μια άλλη. Έτσι σταδιακά, βήμα-βήμα συμμετέχουν όλο περισσότερο στον νέο «επαναστατικό» όργανο εξουσίας από φόβο πως οι ιδεολογικοί αντίπαλοί τους θα εκμεταλλευόντουσαν την απουσία τους και θα καπέλωναν την επανάσταση. Αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός του οργανωμένου αναρχισμού στην Ισπανία προκάλεσε αντιδράσεις σε όλο τον πλανήτη από την μεριά των αναρχικών. Από την άλλη μπορούσε κανείς να ακούσει τα χαχανητά των αντιπάλων του αναρχισμού , που δεν έβλεπαν στην είσοδο της CNT στην κυβέρνηση ως ένα τακτικό βήμα και ως εξαίρεση , αλλά ως την πρακτική αποτυχία της αντικρατιστικής άποψης.

Όταν οι αναρχικοί της CNT-FAI εγκατέλειψαν την κυβέρνηση λογοδότησαν για την δράση τους και έγινε κατανοητό ότι υπήρξαν πολύ αφελείς. Οι κομμουνιστές τους χρησιμοποίησαν για να καταστείλουν την κοινωνική επανάσταση και μετά ουσιαστικά τους πέταξαν από την κυβέρνηση τον Μάη του 1937. Χαρακτηριστικό είναι το τι συνέβη στις αρχές Μάη του 37 στη Βαρκελώνη όπου για να καταλάβει ο κομμουνιστικός πλέον στρατός την πόλη που ήταν στα χέρια των αγωνιστών της CNT-FAI χρειάστηκε να παρέμβουν οι αναρχικοί υπουργοί και να στείλουν σπίτι τους αγωνιστές των οδοφραγμάτων.

Αλλά και μετά την έξοδο της CNT-FAI από την κυβέρνηση οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν επέστρεψαν στην επαναστατική παράδοση της άμεσης δράσης και της άρνησης του κράτους, ακόμα και όταν η δημοκρατική κυβέρνηση επιτίθονταν σε επαναστατικές δομές όπως στην Αραγονία. Οι εκατομμύρια εργάτες που στήριζαν την CNT-FAI καθόλη τη διάρκεια αυτών των ενδοδημοκρατικών «παιχνιδιών» έμεινα ανεκμετάλλευτοι. Το συνδικάτο δεν τους ενεργοποίησε , αντιθέτως αρκέστηκε σε διάφορες απειλές που το φθινόπωρο του 1937 κανένας πλέον δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Ο ισπανικός αναρχισμός είχε χάσει πλέον την τεράστια δύναμη που είχε πριν το πόλεμο. Σίγουρα όμως η στάση της CNT-FAI δεν έβρισκε σύμφωνους όλους τους αναρχικούς στην Ισπανία. Τέλος 1937 η οργάνωση νεολαίας Juventutes Libertarias εκδίδει μια μπροσούρα όπου οι Calero, Campos και Peirats κατηγορούν την CNT για προδοσία των ιδεολογικών αρχών του αναρχισμού. Κατηγορούν την ηγεσία της CNT ότι τους ξεγελούσαν λέγοντάς τους ότι οι καταστάσεις απαιτούν τέτοια παραβίαση ιδεολογικών αρχών. Κατηγορούσαν επίσης την ιδεολογική αποπλάνηση, τον αναρχολενινισμό και την αυθεντία της ηγεσίας που δεν επέτρεπε καμιά κριτική από τα αριστερά. Σχεδόν την ίδια στάση κράτησαν και οι Amigos de Durutti..

Ο Diego Abat de Sadillan γράφει το 1938 για την CNT: «Σε όλες τις επαναστάσεις οι προοδευτικές μειοψηφίες προσπαθούν, όσο είναι βέβαια εφικτό, να καταστρέψουν το παλιό καθεστώς και να χτίσουν καινούργιες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην ισπανική επανάσταση αυτές οι μειοψηφίες δεν διευκόλυναν την κοινωνική πρόοδο αλλά το αντίθετο. Στην Ισπανία υπήρχε μια πλατιά μάζα ανθρώπων που ήθελε την επανάσταση και υπήρχαν και οι λεγόμενες ηγετικές μειοψηφίες- ανάμεσά του και η δικιά μας -που όχι μόνο δεν δρούσαν ερεθιστικά για επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αλλά προσπάθησαν με όλα τα μέσα να του κόψουν τα φτερά».

(To κείμενο βρέθηκε στο διαδικτυακό τόπο της ομάδας Tristero)

 

Οι αστικές ρίζες του αναρχοσυνδικαλισμού – Feral Faun

“Είμαστε υπέρ της ανάπτυξης ενός εργατικού κινήματος βασισμένου στην άμεση δημοκρατία, όχι απλά επειδή αυτό θα είναι πιο αποτελεσματικό στον σημερινό αγώνα ενάντια στην τάξη των εργοδοτών, αλλά κι επειδή προεικονίζει και θέτει τη βάση για μια κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση”. – Από φυλλάδιο της Workers Solidarity Alliance, αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης.

Κατά τον δέκατο τέταρτο με δέκατο πέμπτο αιώνα έλαβε χώρα ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που έφτασε στην κορύφωσή του κατά τον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας και τη γαλλική επανάσταση. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε την εξέγερση της αστικής τάξης ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό σύστημα και την καθολική εκκλησία. Στη θέση της φεουδαρχίας, εγέρθηκε στον οικονομικό τομέα το καπιταλιστικό σύστημα και στον πολιτικό το δημοκρατικό. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες, αντί να επιτρέπουν σε μια μη αιρετή αριστοκρατία ή σε έναν βασιλιά να κυβερνά, απαίτησαν να αποδοθεί το έργο της διακυβέρνησης «στο λαό» μέσα φυσικά από τους επίσημους αντιπροσώπους του και τη ψήφο του. Όπως και οι παραπάνω αναρχοσυνδικαλιστές, κι οι αστοί επίσης ήθελαν μια «κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση». Αν αφήσουμε κατά μέρος τις αναφορές σε λέξεις όπως «εργάτες» ή «τάξη των εργοδοτών» το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να το έχει γράψει ακόμα κι ο Thomas Paine.

Φυσικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές θα μας εξηγούσαν ότι δε δίνουν στις λέξεις το ίδιο νόημα που τους έδιναν οι αστοί επαναστάτες. Και ίσως γίνονταν πιστευτοί αν δεν αντανακλούσε ο αναρχοσυνδικαλισμός την αστική ιδεολογία σε πολύ σημαντικότερα ζητήματα εκτός από αυτό της φρασεολογίας. Οι αξίες που υποστηρίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές δε διαφέρουν από αυτές των πιο ριζοσπαστών από τους φιλελεύθερους αστούς θεωρητικούς, και το ιδανικό τους, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, δεν αποτελεί παρά μια προέκταση του φιλελεύθερου ιδανικού.

Όπως ήδη προείπα, το οικονομικό σύστημα που κυριάρχησε με την άνοδο της αστικής τάξης ήταν ο καπιταλισμός. Δε θα μπω σε μια μακροσκελή περιγραφή του καπιταλιστικού συστήματος, αρκεί να αναφέρω ότι το διακριτικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού σε σχέση με άλλα οικονομικά συστήματα, δεν είναι η ύπαρξη των καπιταλιστών αλλά η παραγωγή πλεονάζοντος κεφαλαίου που επιτρέπει τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο καπιταλιστικός είναι ένα αρκετά ηθικό σύστημα, εννοώντας ότι απαιτεί κάποιες ηθικές αξίες παραπάνω από προσωπικές ανάγκες, επιθυμίες ή απληστία ούτως ώστε να αναπτύσσεται απρόσκοπτα. Οι αξίες αυτές που αποτελούν ζωτικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η παραγωγικότητα και η πρόοδος. Κάθε τεχνολογική καινοτομία λοιπόν, πρέπει να εναγκαλιστεί εκτός αν αποδειχτεί ότι θέτει σε κίνδυνο την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαίου. Ουσιαστικό μέρος της παραγωγής και της προόδου αποτελεί η εργασία κι έτσι οι αστοί αποδίδουν ιδιαίτερη αξία στην εργασία, κι αντίθετα με τα όσα πιστεύουν κάποιοι «ριζοσπάστες» εργατιστές, δεν είναι σπάνιο ένας καπιταλιστής να εργάζεται πολύ περισσότερες ώρες από έναν βιομηχανικό εργάτη, πρόκειται ωστόσο για εργασία οργανωτική παρά παραγωγική. Αυτοί που καταφέρνουν να αποφεύγουν την εργασία, στιγματίζονται ως το ηθικό κατακάθι της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα παράσιτα που ζουν εις βάρος του εργαζόμενου λαού…

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε μια από αυτές τις καπιταλιστικές αξίες. Το ιδανικό τους είναι «μια πραγματική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους ανθρώπους». Παρά τις πολυάριθμες ανθρωπολογικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, θεωρούν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αγωνιζόμενος να επιβιώσει κι ότι το χρωστάμε στη τεχνολογία και την πρόοδό της, το ότι μπορούμε σήμερα να ζούμε τις υπέροχες ζωές που μας προσφέρει και να απολαμβάνουμε όλα τα τελευταίας μόδας καταναλωτικά προϊόντα, αν μου επιτρέψετε έναν σαρκασμό! Οι συνδικαλιστές θεωρούν ότι πρόκειται για κάποιες συγκεκριμένες συνέπειες της τεχνολογίας που είναι αρνητικές για την επιβίωση, αλλά ότι η τεχνολογία σαν σύνολο καθώς και η πρόοδος είναι γενικά θετικές. Υπό το φως αυτών των πεποιθήσεων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που υμνούν την εργασία, μιας και χωρίς την εργασία δε θα υπήρχε ούτε παραγωγή ούτε πρόοδος. Όπως ακριβώς οι αστοί, βλέπουν αυτούς που αποφεύγουν την εργασία σαν «παράσιτα» (Δες για παράδειγμα το Listen Anarchist, Chaz Bufe). Το μόνο πραγματικό πρόβλημα που έχουν με το καπιταλιστικό σύστημα είναι το ποιος έχει την ευθύνη. Αυτό που θα προτιμούσαν θα ήταν η ύπαρξη ενός και μόνου Μεγα-καπιταλιστή: της διεθνούς ένωσης των εργαζομένων, παρά να έχει τον έλεγχο μια ποικιλία από άτομα, εταιρείες και κράτη. Όμως η βασική δομή του κόσμου θα παρέμενε η ίδια. Όπως οι αστοί, και ίσως λίγο χειρότερα, οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε βασική αξία του καπιταλισμού.

Αν η παραγωγή και η πρόοδος είναι θετικές αξίες, κι η παραγωγική εργασία εξίσου σημαντική, τότε ο κοινωνικός συμβιβασμός είναι ζωτικής σημασίας. Έχω ήδη αναφέρει πως η αποφυγή της εργασίας αντιμετωπίζεται σαν παρασιτισμός. Κάθε ευχαρίστηση που δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί και να τεθεί έτσι κάτω από τον έλεγχο της παραγωγής θεωρείται ως ανήθικη. Ο παράνομος, η πόρνη, ο ζητιάνος, το κλεφτρόνι, κάθε άτομο που δεν συνεισφέρει θετικά σ’ αυτή την κοινωνία είναι καταδικασμένο σαν μια αποτυχία ή σαν εγκληματίας. Ακόμα ο μποέμ, ο ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, μουσικός, ποιητής, φαίνεται ύποπτος στα μάτια του αστού, τουλάχιστον μέχρι να βρει έναν τρόπο να επαναφομοιώσει τις δημιουργικές ορμές του που έχουν αποστατήσει.

Την ίδια αντιμετώπιση απολαμβάνουν όλοι όσοι δε χωρούν στην κοινωνία αυτή κι από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Η χαρακτηριστική απαξίωση των «περιθωριακών» στο βιβλίο «Listen Anarchist!» καθιστά κάτι τέτοιο αρκετά σαφές. Ο τρόπος που η αναρχοσυνδικαλιστική CNT επαναλαμβανόμενα «πούλησε» τον παράνομο αναρχικό Sabate, ενώ συνέχισε να δέχεται και να κάνει χρήση των χρημάτων από τις ληστείες του που της εμπιστευόταν, είναι πραγματικά χυδαίος. Καθ όλη την ιστορία του, ο αναρχοσυνδικαλισμός προσπάθησε να κατασβήσει τη φλόγα των ανεξέλεγκτων εξεγερμένων, κάποιες φορές μέσα από την πειθώ, κάποιες άλλες μέσα από την προσβολή, έτσι ώστε να τους παρακινήσει να συμβιβαστούν και να αποδεχτούν την κυρίαρχη κοινωνία. Οπουδήποτε αναρχικές εξεγέρσεις ξεπερνούσαν τα όρια που έθεταν οι αναρχοσυνδικαλιστές, αυτοί οι υποτιθέμενοι μη νομιμόφρονες, ήταν πάντα οι πρώτοι που θα φώναζαν: «Εγκληματίες», «Τρομοκράτες»!. Όπως ακριβώς οι αστοί, θέλουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της προόδου, κι αυτό απαιτεί κοινωνικό συμβιβασμό.

Χέρι χέρι με τον κομφορμισμό, αναπτύσσεται και η λατρεία της κοινωνικής ειρήνης. Είναι αλήθεια ότι οι αστοί εκμεταλλεύτηκαν τους εθνικούς πολέμους για να επεκτείνουν το κεφάλαιο, αλλά κάτι τέτοιο είναι σχετικά επισφαλές, μιας και κάθε βία μπορεί να αναταράξει την απρόσκοπτη ροή του κεφαλαίου. Μόνο η βία που αναπτύσσουν οι επίσημες αρχές με μια ορθολογική και ηθική βάση έχει θέση στην αστική κοινωνία. Κάθε προσωπική διένεξη όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει τη βία αλλά και να είναι τυπικά, συγκαταβατική, να αντιμετωπίζεται μέσα από το διάλογο, τη διαπραγμάτευση, τη διαλλακτικότητα. Τα πάθη δεν πρέπει να ανάβουν. Η κοινωνική ειρήνη δεν πρέπει να διαρρηγνύεται παρά στις πιο ακραίες περιπτώσεις.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εκτιμούν επίσης την κοινωνική ειρήνη. Από τις «αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό» του Luigi Fabri ως το Listen Anarchist! του Bufe, προσπαθούν να αποτρέψουν τους αναρχικούς από κάθε λεκτική ακόμα έκφραση βίας, κατά ειρωνικό τρόπο προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο οφείλεται σε παρανοήσεις του αναρχισμού που οφείλονται στον αστικό τύπο. Τώρα, γιατί θεωρούν ότι οι άνθρωποι με το θάρρος και την νοημοσύνη να εξεγερθούν ενάντια στον εξουσιαστικό κόσμο θα χειραγωγούνταν από τον αστικό τύπο, δεν έχω ιδέα! Όπως ακριβώς και οι αστοί, οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προτρέπουν να διαχειριστούμε τις διαφορές μας ορθολογικά, χωρίς πάθη, με ειρηνικό τρόπο. Κάθε ενεργή, βίαια έκφραση ατομικής εξέγερσης θεωρείται ανευθυνότητα, αντεπαναστατική κι ανήθικη πράξη από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Κάθε ένας που σπάει τον νόμο, ονομάζεται στην καλύτερη περίπτωση, ανεγκέφαλος και πιο συχνά εγκληματίας ή τρομοκράτης. Στην πραγματικότητα, εκτός από μια «επαναστατική κατάσταση», οι αναρχοσυνδικαλιστές απορρίπτουν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα σαν μη-παραγωγική, μη-προοδευτική (λες κι αυτό είναι αναγκαστικά κάτι κακό). Μόνο η επανάσταση της εργατικής τάξης (η «απόλυτη εξουσία» για την αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία) μπορεί να δικαιολογήσει τη βία, και η βία αυτή ακόμα πρέπει να είναι ορθολογική και ηθική ούτως ώστε να αφήσει τους παραγωγικούς θεσμούς ακέραιους, και να κάνει την μετάβαση στην αναρχοσυνδικαλιστική παραγωγή όσο το δυνατόν πιο ομαλή.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν επίσης ότι θα δημιουργήσουν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία. Μας καλούν να «αντισταθούμε στον ανορθολογισμό… οπουδήποτε κι αν υψώνεται». Το πρόβλημα που αναγνωρίζουν στην σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν τη θεωρούν αρκετά ορθολογική, αρκετά ηθική. Μιας και η ηθική συμπεριφορά πηγάζει από την ορθολογικότητα (σύμφωνα με τη γνώμη τους), πρέπει να κυριαρχήσει σε κάθε σφαίρα της ζωής. Όχι τα πάθη ή οι επιθυμίες μας, αλλά το «ορθολογικό μας συμφέρον» θα έπρεπε να μας οδηγούν, λεν οι συνδικαλιστές, κι ακούγεται η ηχώ των αυταρχικών δικτατόρων. Είναι λοιπόν πιο ορθολογικό και πιο ηθικό όταν ο παραγωγός ελέγχει τα μέσα της παραγωγής, λένε, αγνοώντας επιδεικτικά το ερώτημα του κατά πόσο και πώς είναι εύκολο να ελέγχει ο καθένας τα παραγωγικά μέσα στη βιομηχανική κοινωνία.

Τόσο οι φιλελεύθεροι αστοί θεωρητικοί, όσο και οι αναρχοσυνδικαλιστές επιζητούν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία βασισμένη στην ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, που να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι δύο απαιτούν μια άψογα ρυθμισμένη οικονομία με υψηλούς δείκτες παραγωγικότητας που να εγγυώνται την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Και οι δύο απαιτούν την κοινωνική ειρήνη και τον κομφορμισμό προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς σχεδιασμούς. Οι αστοί βλέπουν την οικονομία σαν μια ουδέτερη πολιτικά δύναμη που μπορεί να αναπτύσσεται επαρκώς και ηθικά με την μορφή της ιδιωτικής επιχείρησης. Οι αναρχοσυνδικαλιστές αναγνωρίζουν την οικονομία σαν μια πολιτική δύναμη, η οποία όμως πρέπει να διαχειριστεί δημοκρατικά. Οι φιλελεύθεροι αστοί πιστεύουν ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να πραγματοποιήσει το ιδανικό τους. Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι άμεση, αν και δεν μας ρωτάν κατά πόσο θέλουμε να περνάμε την ώρα μας ψηφίζοντας αμεσοδημοκρατικά για κάθε κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει. Το ιδανικό του αναρχοσυνδικαλισμού είναι πραγματικά μια επέκταση του φιλελεύθερου αστικού ιδανικού – μια απόπειρα να σπρωχτεί πέρα από τη λογική του κατάληξη.

Εδώ οδηγούμαι στον τελευταίο παραλληλισμό μεταξύ του αστικού φιλελευθερισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού, ενός παραλληλισμού όχι σε επίπεδο ιδεών, αλλά άγνοιας. Κανείς τους δε φαίνεται ικανός να αναγνωρίζει τις πραγματικότητες του κοινωνικού συστήματος κάτω από το οποίο ζούμε. «Η καθημερινή δραστηριότητα των σκλάβων παράγει τη σκλαβιά» (Fredy Perlman). Ενώ μιλάμε για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ο φιλελεύθερος αστός κι ο αναρχοσυνδικαλιστής βλέπουν μόνο τις ανθρώπινες εξουσίες που τις ελέγχουν. Κλείνουν τα μάτια μπροστά στις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν κι αποτελούν την πραγματική πηγή αυτής της σκλαβιάς. Έτσι, οι φιλελεύθεροι αστοί θα χαροποιούνταν αν ξεφορτώνονταν τους παπάδες, τους βασιλείς, όπως και οι αναρχοσυνδικαλιστές αν έδιωχναν τα αφεντικά και τους κυβερνήτες. Όμως τα εργοστάσια θα έμεναν ανέπαφα, τα μαγαζιά το ίδιο (αν και οι συνδικαλιστές ίσως τα μετονόμαζαν σε «κέντρα διανομής» ή κάτι τέτοιο), οι οικογένειες θα παρέμεναν ως είχαν, ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα θα παρέμενε ανέπαφο. Αν η καθημερινή μας δραστηριότητα δεν άλλαζε ριζικά – και οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν δίνουν κάποια ένδειξη ότι επιθυμούν να αλλάξουν οτιδήποτε εκτός από το να προσθέτουν το βάρος της διαχείρισης των εργοστασίων σε αυτούς που ήδη σηκώνουν το βάρος της εργασίας σε αυτά. Οπότε τι διαφορά κάνει το να μην υπάρχουν αφεντικά; Είμαστε ακόμα σκλάβοι! Αλλάζοντας το όνομα κάποιου πράγματος δεν το κάνει να εξαφανιστεί. Υπάρχει όμως ένας λόγος που ούτε οι φιλελεύθεροι αστοί ούτε οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν μπορούν να διακρίνουν την σκλαβιά που βρίσκεται στην καρδιά του κοινωνικού συστήματος.

Δεν βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα μιας μοναδικής ύπαρξης να δημιουργεί τη δική του/της ζωή όπως επιλέγει. Βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα ενός ατόμου να προσαρμοστεί πλήρως και ενεργά στην ορθολογική κοινωνία της προόδου. Το «Η σκλαβιά είναι ελευθερία» δεν είναι μια απόκλιση της σταλινικής ή της φασιστικής σκέψης, είναι έμφυτο σε κάθε προοπτική για την οποία η ελευθερία αναφέρεται στην κοινωνία κι όχι στο άτομο. Ο μόνος τρόπος να εγγυηθεί κανείς την «ελευθερία» τέτοιων κοινωνιών είναι να καταστείλει την αδιαλλαξία και την εξέγερση οπουδήποτε εγείρονται. Οι αναρχοσυνδικαλιστές ίσως μιλούν για κατάργηση του κράτους, αλλά θα χρειαστεί να αναπαράγουν κάθε μια από τις λειτουργίες του ώστε να εγγυηθούν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας τους. Ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν σηματοδοτεί ένα ρήγμα με τη σημερινή κοινωνία. Απλά ζητάει την επέκταση των αξιών της κοινωνίας αυτής έτσι ώστε να κυριαρχούν πιο απόλυτα την καθημερινή ζωή μας. Κάθε πραγματικός εξεγερμένος, κάθε αποστάτης, κάθε παράνομο και άγριο ελεύθερο πνεύμα δε θα μπορούσε να αποδεχτεί μια αναρχοσυνδικαλιστική κοινωνία περισσότερο από όσο ανέχεται τη σημερινή. Θα έπρεπε να συνεχίσουμε να φέρνουμε το χάος, να δημιουργούμε δημιουργικά ρήγματα με την κοινωνία, γιατί αυτό που θέλουμε δεν είναι περισσότερος έλεγχος πάνω στη σκλαβιά μας, κι αυτό είναι το μόνο που οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προσφέρουν, αυτό που θέλουμε είναι να σπάσουμε τις αλυσίδες της σκλαβιάς και να ζήσουμε τις ζωές μας στην ολότητά τους.

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούλης 2007]

Λίγα λόγια για τις εισβολές σε σπίτια συντρόφων και μία αποτίμηση

 

Πάνε κοντά δυο μήνες που η επιχείρηση τρομοεισβολές έκλεισε τον κύκλο της, προς το παρόν θα πούμε εμείς. Ίσως ήρθε η στίγμη να εξετάσουμε νηφάλια τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή συνέβη  και να οδηγηθούμε σε κάποια χρήσιμα για το μέλλον συμπεράσματα.Οι εισβολές μπάτσων σε σπίτια ατόμων του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου στον απόηχο της απόδρασης του Χ. Ξηρού, αποκτούν άλλο νόημα αν συνδεθούν με τα δύο νέα νομοσχέδια του υπουργείου προ.πο, αυτό για την αναδιάρθρωση της δομής της αστυνομίας, τον εξορθολογισμό και την αξιοποίηση του υλικού και κυρίως του ανθρωπίνου δυναμικού της, όπως και εκείνο για την ίδρυση φυλακών υψίστης ασφαλειας.

                                                                                I

Η επιχείρηση των εισβολών, με τις γνωστές ανώνυμες κατηγορίες-τηλεφωνήματα ασφαλιτών, στόχευε σε ευρήματα <<όπλων και εκρηκτικών>>στοχοποιώντας πάνω από 60 άτομα, στα οποία κυμαίνονταν φυσικά και άτομα του φιλικού η συγγενικού χώρου του Ξηρού αλλά και άλλων αγωνιστών, συλληφθέντων κατά το παρελθόν.Αυτή η τακτική,της πονικοποίησης των προσωπικών και φιλικών σχέσεων με συλληφθέντες ή διωκόμενους συντρόφους τα τελευταία χρόνια, τείνει να οριστοικοποιηθεί ως μέθοδος απο τους κύκλους των μπάτσων της αντιτρομοκρατικής ,όπως και η πλατφόρμα του όσους ξέρουμε τους καλούμε για μια κουβέντα.Ουδεμία καινοτομία για την ώρα.Με αφορμή την απόδραση Ξηρού το υπουργείο προ.πο, φέροταν να εφαρμόζει την διαγγελθείσα πολιτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στα δυο άκρα, έχοντας πραγματοποιήσει ανάλογες έρευνες σε σπίτια φασιστών το προηγούμενο διάστημα ,κάτι που συνέβη και εδώ στο Ρέθυμνο με τα ευρήματα που λίγο-πολύ κάθε παρακρατικός που σέβεται τον εαυτό του έχει στην κατοχή του.Το κράτος και οι μηχανισμοί του παρουσιάζονται ως οι εγγυητές της δημόσιας τάξης, μονοπωλούν την βία και τραβάν και το αυτάκι των ναζί, οταν αυτοί το παρακάνουν.Οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν από πλευράς συντρόφων εκείνο το διάστημα κυμάνθηκαν είτε γενικότερα στο επίπεδο της όξυνσης της καταστολής,είτε ειδικότερα στην ανάδυση ενός ολοκληρωτισμού,ο οποίος αργά και σταθερά μετατοπίζει τα όρια της νομιμότητας ,όσο και των τακτικών του.Όλα τα παραπάνω μας βρίσκουν σύμφωνους, ας δούμε όμως λίγο μακρύτερα.

                                                                                II

Αποτελεί πάγια τακτική να την στήνουν έξω από καταλήψεις, μαγαζιά και σημεία που κινείται ο κόσμος που τους ενδιαφέρει, να σταμπάρουν και αργότερα, λίγο πιο πέρα να σταματούν για ένα τυπικό έλεγχο και τα υπόλοιπα είναι πάντα ιστορία.Όσο για τις εισβολές, αυτές έχουν πραγματοποιηθεί και στο παρελθόν και σε άτομα πέρα του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου, οπως π.χ σε αγωνιζόμενους κατοίκους της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού.Η επιχείρηση όμως αυτή ,αναδεικνύει μια καινοτομία η οποία δεν ειναι μονάχα το έυρος της και η γκάμα των υποκειμένων που στοχοποίησε ,(ψάχνουν για καλάσνικοφ, αλλά και μια αντισφυξιογόνα μάσκα ή ένα σφυρί, πάντα είναι εξίσου ενδιαφέροντα ευρήματα) αλλά το γεγονός οτι ένας μεγάλος αριθμός εισβολών, ίσως και οι περισσότερες παργματοποιήθηκαν σε γειτονιές.Η καινοτομία αυτή, συμβολικά αντικατοπτρίζεται στην διττή κίνηση καταστολής που επιχειρείται.Η αστυνομική επέμβαση σε επίπεδο γειτονιάς είναι ένα άμεσο βίωμα,ζωντανό και έντονο,δεν είναι απλά η σύλληψη ενός αναρχικού τρομοκράτη στα δελτία των 8.Κάτι το οποίο παιρνάει συνειδησηακά το μύνημα στους ενοίκους, στους γείτονες, στο ευρύτερο τετράγωνο.Λειτουργεί ανασταλτικά στις προθέσεις οποιουδήποτε, αυτό το μπήκαν μπάτσοι στο τσαρδί μου, ακόμα και αν δεν ήταν για εμένα.Όσο για το μύνημα σαφές,όποιος αντιστέκεται εκτός των πλαισίων της νομιμότητας, θα καταστέλεται. Επιπλέον, οι μπάτσοι υπενθυμίζουν πως μία ολοκληρωτική διαχείρηση των κεκτενόμενων των γειτονιών βρίσκεται σε εξέλιξη, και η εμπέδωση της εικόνας τους παντού, είναι ένα ακόμα άμεσο και έντονο βίωμα, είναι η κατάληψη ολοένα και περισσότερου δημόσιου χώρου,είναι το άδειασμα των πλατειών καί η ενισχύση των μπλόκων και των περιπολιών.Εδώ μπαίνει σφήνα το νομοσχέδιο που αναφέραμε παραπάνω,και θεωρούμε σκόπιμο να πάμε  λίγα χρόνια πίσω, στον απόηχο της εξέγερσης του δεκέμβρη του ‘08 δίοτι το σύνολο των αρνήσεων που συλλογικοποιήθηκαν στον δημόσιο χώρο τις ημέρες εκείνες αλλά και η καθολικότητα με την οποία αυτές εκφραστηκαν,δεν εγείραν τον σκεπτικίσμο για την ποιοτική τους ανβάθμιση μονάχα στην δικιά μας πλευρά.Η διάχυση της εξέγερσης και των γεγονότων που πυροδότησε μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο η την ίδια-καθαυτή την μητρόπολη, άφησε σε  πρώτο χρόνο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς εμβρόντητους. Σε δεύτερο χρόνο η αναδιάρθωση και εξορθολόγηση στην οποία αναφέρεται ο Δένδιας, οριοθετίθηκε χρονικά απά την επαύριο του δεκέμβρη με αυτό που πολλοί ονομάτισαν αντιεξέγερση.Ορθώθηκε  με νέα αστυνομικά τμήματα, νέες ευέλικτες μονάδες και στελέχωσε ολοένα και περισσότερους κομπλεξικούς,η όσους είδαν δουλειές με πολύ ψωμί στα σώματα ασφαλείας και στις διεργασίες του στρατιωτικοαστυνομικού συμπλέγματος.

                                                                                III

Σε χρόνο ενεστώτα, ακούγεται εδώ και καιρό στην πιάτσα πως έχουν ήδη φτιαχτεί κατά τόπους παραρτήματα της αντιτρομοκρατικής είτε ανά αστυνομική διεύθυνση, ειτε σε αναλογία με το βαθμό επικινδυνότητας που κατά τους μπάτσους εμφανίζει η κάθε γεωγραφική περιοχή.Υπολογίζουμε πως όλα αυτά έχουν μια βάση ,με τον Δένδια λίγες μέρες πριν την ψήφιση του εν λόγω  νομοσχεδίου, στον απόηχο της απόδρασης Ξηρού και του εντοπισμού αυτοκινήτου-γιάφκα στο Π.Φάληρο, να δηλώνει πως αποτελεί επιτακτική ανάγκη ο διπλασιασμός του προσωπικού της αντιτρομοκρατικής. Δεδομένων όλων αυτών, οι εισβολές που πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα,ως όψεις ενός ανδυόμενου ολοκληρωτισμου το δίχως άλλο,σε επίπεδο γειτονιάς επιχειρούν την χαρτογράφηση του αναρχικού χώρου η τουλάχιστον της μόνιμης κατοικίας του, της ζωης του όταν δεν βγαίνει από εκει που ξέρουν οτι βγαινει, ή όταν δεν πηγαίνει στα κέντρα ¨ανομίας¨ που ξερουν οτι πηγαίνει.Επιπλέον το γεγονός πως σε κάθε επιχείρηση επιστρατεύτηκαν δέκα με δεκαπέντε νοματαίοι προς διεκπεραίωση της, ίσως και να δικαιολογεί μια κάποια ποσοτική αύξηση ανθρωπίνου δυναμικού.

                                                                                IV

Όσα ειπώθηκαν παραπάνω, δεν είναι κάποιο οργουελιανό σενάριο της φαντασίας μας, παρά γεγονότα που αν μπουν σε μια λογική σειρά, φέρουν το ανάλογο εύλογο συμπέρασμα, αυτό που έχουμε πολλάκις δει να επαναλαμβάνεται στο παρελθόν από πλευράς δημόσιας τάξης.Ένα ανατροφοδοτούμενο σχήμα το οποίο ορίζει κάθε φορά πια είναι η εγκληματική η ποινικά κολάσιμη πράξη, δημιουργείται το πρόβλημα ,τα ΜΜΕ το εκθέτουν, το προβλημα διογκώνεται, η κοινή γνώμη το συζητάει και οι μπάτσοι πάντα εμφανίζονται στο τέλος ως κατάλληλοι για να το λύσουν. Με ακόμα περισσότερους μπάτσους, με νέες μορφές επιτήρησης και στρατιωτικής διαχείρησης, χωροταξικά και πλυθησμιακά. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτός ο ολοκληρωτισμός, των τρομοεισβολών,των ειδικών συνθηκών κράτησης, της στρατιωτικής διαχείρισης περιοχών και πληθυσμών και η φυσική εξόντωση των υποκειμένων που στοχοποιεί θα  εντείνεται στον βαθμό που η ανάληψη δράσης απο μεριάς μας παραμένει ανοργάνωτη και σπασμωδική.

Υποψιασμένες μειοψηφίες στο μέτωπο του ταξικού πολέμου

                                                                                                               printer