Αρχείο ετικέτας Αναδημοσίευση

Ανακοίνωση λήξης της απεργίας πείνας του ΔΑΚ

Μετά από 48 μέρες αγώνα τερματίζουμε την απεργία πείνας που πραγματοποιήσαμε από κοινού με άλλους πολιτικούς κρατούμενους, ενάντια στη νομική έκφανση της αντεπαναστατικής και ευρύτερα αντικοινωνικής στρατηγικής του κράτους εκφραζόμενη μέσω των ειδικών νομοθεσιών εξαίρεσης.

Ύστερα από την χθεσινή ολοκλήρωση της διαδικασίας στην ολομέλεια της βουλής, σημαντικό μέρος των αιτημάτων που τέθηκαν από το πλαίσιο του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων, εν μέρει κατακτήθηκαν.

Συγκεκριμένα:

-Αποσύρθηκε το νομικό πλαίσιο που ορίζει την λειτουργία των φυλακών τύπου Γ’.

-Καταργήθηκε η επιβαρυντική διάταξη για πράξεις που τελέστηκαν με καλυμμένα χαρακτηριστικά (κουκουλονόμος) για τις διαδηλώσεις και για τις ληστείες μειώθηκε το ελάχιστο όριο ποινής απο 10 χρόνια στα 5 χρόνια κάθειρξη(αφήνοντας το στη κρίση του δικαστή, στα πλαίσια αξιολόγησης των συνθηκών τέλεσης της πράξης)

-Ορίστηκε η εμπλοκή ανεξάρτητου πραγματογνώμονα από το πρώτο στάδιο συλλογής DNA όπως επίσης έγινε ένα πρώτο βήμα  όσον αφορά την οριοθέτηση της βίαιης λήψης του.

–Εφαρμόζεται η κατ’ οίκον κράτηση του Σάββα Ξηρού (ποσοστό αναπηρίας 98%) ώστε να μπορεί να λάβει την απαιτούμενη νοσηλεία, πράγμα που θα ισχύσει και για όλους τους κρατούμενους που έχουν ποσοστό αναπηρίας πάνω απο 80%.

Όλοι οι απεργοί πείνας με τις συντρόφισσες και τους συντρόφους εκτός των τειχών δώσαμε με αξιοπρέπεια αυτόν τον δύσκολο και επίπονο αγώνα. Το καθεστώς εξαίρεσης ρηγματώθηκε και πλέον ο δρόμος έχει ανοίξει για την πλήρη κατάργησή του. Αυτές οι 48 μέρες ανυποχώρητου αγώνα έληξαν με μια θετική έκβαση σε τακτικό επίπεδο το οποίο καρπώνονται όλοι οι «από κάτω». Μια θετική έκβαση για τον συνολικό αγώνα ενάντια στον κόσμο των αφεντικών και του νέου ολοκληρωτισμού που επιβάλλουν. Ο στόχος μας είναι να εκμεταλλευτούμε το έδαφος που κερδήθηκε ώστε να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί, πιο επικίνδυνοι για την εξουσία. Για να φτάσουμε ακόμη ένα βήμα πιο κοντά στην αταξική κοινωνία.

Μοιραζόμαστε τις ζωογόνες φλόγες της ικανοποίησης με όλες και με όλους που ένιωσαν αυτή τη μάχη ως κοινή υπόθεση.

Υ.Γ. Σε μετέπειτα χρόνο θα τοποθετηθούμε διεξοδικά ως προς τα ζητήματα που άνοιξε ο αγώνας αυτός. Για τα όριά του και τις διάφορες εκβάσεις που θα μπορούσε να είχε, δεδομένων των νέων πολιτικών και κινηματικών συνθηκών που ο ίδιος ανέδειξε και με τις οποίες πορεύτηκε. Γιατί μόνο μέσα από τον έντιμο απολογισμό και τον κριτικό διάλογο θα εξασφαλίσουμε ακόμα πιο νικηφόρους αγώνες.

ΥΓ2: Την ημέρα που ψηφίστηκε το νομοσχέδιο στη Βουλή, η “αριστερή” κυβέρνηση έδειξε ξεκάθαρα το πραγματικό πρόσωπο της εξουσίας. Η πρωινή εκκένωση της κατειλημμένης Πρυτανείας και η σύλληψη των συντρόφων που βρίσκονταν μέσα είναι η ζωντανή απόδειξη οτι πάντα η εξουσία(αριστερή και δεξιά) θα ενοχλείται από τους αδιαμεσολάβητους αγώνες που στοχεύουν ενάντια στην ίδια τη φύση του συστήματος που υπηρετούν. Αλληλεγγύη και δύναμη σ όλους τους συντρόφους που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα.

ΔΥΝΑΜΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΣΚΥΒΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

 

Οι συμμετέχοντες στο Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων απεργοί πείνας,

Αντώνης Σταμπούλος, Γιώργος Καραγιαννίδης, Φοίβος Χαρίσης, Αργύρης Ντάλιος, Άκης Σαραφούδης, Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος, Δημήτρης Πολίτης ,  Γιάννης Μιχαηλίδης

 

αναδημοσίευση από athens.indymedia.org

κείμενο-τοποθέτηση του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων

 

Μετά το πέρας της συζήτησης του νομοσχεδίου στην επιτροπή της βουλής φαντάζει πιθανό ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων μας να γίνει δεκτό. Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση, έχει συμπεριλάβει σε αυτό διάταξη για την κατάργηση των φυλακών τύπου ‘Γ και διάταξη για την αποφυλάκιση ανάπηρων κρατουμένων επιτρέποντας στον Σάββα Ξηρό να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στη συνέχεια βουλευτές του σύριζα συνέθεσαν δύο τροπολογίες -οι οποίες θα εισαχθούν στο νομοσχέδιο- με τη μία να καταργεί τον κουκουλονόμο και την άλλη να καταργεί τη διάταξη που αφορά τη βίαιη λήψη του dna δίνοντας την δυνατότητα στον κατηγορούμενο να έχει τεχνικό σύμβουλο της επιλογής του. Ο πραγματογνώμονας θα έχει πρόσβαση στο δείγμα με δυνατότητα να το αναλύσει, θα μπορεί να είναι παρών στην διαδικασία της ανάλυσής του από τους βιολόγους της αστυνομίας, θα έχει πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα -ακόμα και από το στάδιο της συλλογής του dna- και θα μπορεί να συντάσσει δική του έκθεση πραγματογνωμοσύνης στο στάδιο της ανάκρισης και της ακροαματικής διαδικασίας.
Από το αποτέλεσμα όμως, των 3 συνεδριών δεν υπάρχει καμία εγγύηση κι ούτε εμπιστευόμαστε τις υποσχέσεις της κυβέρνησης. Ειδικά μετά την πίεση ενός μεγάλου φάσματος του πολιτικού συνόλου (απο το ΠΟΤΑΜΙ μεχρι τη ΝΔ),τις επιφυλάξεις των ΑΝ.ΕΛ. για την ρύθμιση που δίνει την δυνατότητα στον Σάββα Ξηρό να αποφυλακιστεί και την σιγή των υπολοίπων κομμάτων σχετικά με τις προθέσεις τους .Γι’ αυτό δηλώνουμε ξανά πως δεν θα κάνουμε πίσω και θα συνεχίσουμε την απεργία πείνας μέχρι την τελεσίδικη και οριστική ικανοποίηση των αιτημάτων μας απαιτώντας:

  • την κατάργηση του άρθρου 187 και 187Α
  • την κατάργηση της επιβαρυντικής διάταξης για πράξεις που τελέστηκαν με καλυμμένα χαρακτηριστικά («κουκουλονόμο») 
  • το νομικό πλαίσιο που ορίζει τη λειτουργία των φυλακών τύπου ‘Γ 
  • την άμεση απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού ώστε να λάβει τη νοσηλεία που χρειάζεται 
  • την κατάργηση της βίαιης λήψης DNA, την πρόσβαση κι ανάλυση του DNA από πραγματογνώμονα βιολόγο καθώς και την κατάργηση της ανάλυσης δειγμάτων που εμπεριέχεται μίγμα γενετικού υλικού άνω των δύο ατόμων.

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο στην περίπτωση του συντρόφου Σάββα Ξηρού καθώς έχει γίνει το ”αγαπημένο” θέμα των ΜΜΕ. Ένας αγωνιστής που διάλεξε το δρόμο του ένοπλου και γι’αυτό δέχεται την ”περιποίηση”και ”φροντίδα” που η δημοκρατία ”παρέχει” στους δηλωμένους εχθρούς της. Ένας άνθρωπος ουσιαστικά τυφλός και κουφός, ακρωτηριασμένος, με σκλήρυνση κατά πλάκας, ιλλίγγους και αστάθεια, που κοιμάται καθιστός στην καρέκλα γιατί δεν μπορεί να ξαπλώσει λόγω αναπνευστικού προβλήματος. Και όλα αυτά μην ξεχνάμε πως τα αποκόμισε από τον 13χρονο εγκλεισμό του στα κελιά της δημοκρατίας. Ένας αγωνιστής που απο την στιγμή της σύλληψής του κατασυκοφαντείται χωρίς αιδώ από κάθε λογής καθεστωτικό δημοσιογράφο, πολιτικό, άνθρωπο των ”τεχνών και των γραμμάτων” με αποκορύφωμα την απόκρυψη των ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ που υπέστη στον “Ευαγγελισμό”στα χερια του Διώτη (εμπλεκόμενου στη λίστα Λαγκάρντ) και του Σύρου (πρώην αρχηγού της ΔΑΕΕΒ και πρώην δημάρχου Δομοκού) ύστερα απο τις ΕΝΤΟΛΕΣ της πολιτικής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και του τότε υπουργού δημόσιας τάξης Χρυσοχοίδη. Αυτόν τον άνθρωπο λοιπόν, το μέτωπο που πολεμάει την απεργία μας (με μπροστάρηδες τα media) τον παρουσιάζει ως ενα στυγνό εγκληματία, δολοφόνο αθώων ανθρωπών, αιμοδιψές κάθαρμα που αν αποφυλακιστεί θα ”κάνει ταξίδια”, ξεχνώντας πως μιλάμε για έναν άνθρωπο με 98% αναπηρία. Ο ανθρωπισμός τους φτάνει μάλλον μέχρι τα galla της Βαρδινογιάννη και της Κυριακού και τις αποφυλακίσεις των χουντικών λαμόγιων τύπου Λαυρεντιάδη λόγω “ανήκεστου βλάβης”.
Οι πολιτικοί λοιπόν που με τις υπογραφές τους ευθύνονται για χιλιάδες θανάτους στα σύνορα , στα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς, στα αστυνομικά τμημάτα και τις φυλακές, που εχουν οδηγήσει χιλιάδες ανθρώπους στην αυτοκτονία τολμάνε να μιλάνε για δολοφόνους. Οι δημοσιογράφοι που καθημερινά πιέζουν για νέα δυσβάσταχτα μέτρα, που διψάνε για αίμα καταστολή, συλλήψεις και φυλακίσεις τολμάνε να μιλάνε για “περιθωριακούς” που στηρίζουν τον “τρομοκράτη” Σάββα Ξηρό.
Όταν ξεκινήσαμε την απεργία πείνας ξέραμε πως θα ήταν ένας δύσκολος αγώνας που θα μας έφτανε στα όρια μας. Και ειναι αλήθεια πως κάποιοι από εμάς μετά από 40 μέρες σκληρού αγώνα κινδυνεύουν να αποκτήσουν σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όμως δεν πρόκειται να παραχωρήσουμε καθόλου έδαφος σε όποιον εκμεταλλευόμενος τη στρατηγική της κυβέρνησης προσπαθεί να μας φθείρει και επιχειρεί να ακυρώσει την αποτελεσματικότητα του αγώνα μας. Γι’αυτο επαναλαμβάνουμε πωςσυνεχίζουμε την απεργία πείνας μέχρι την ικανοποίηση των αιτημάτων μας παρά τους ορατούς κινδύνους για τη υγεία μας. Το χρωστάμε σε όλους τους συντρόφους που ένιωσαν πως δίνουμε ένα κοινό αγώνα ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης, το χρωστάμε όμως πάνω απ’όλα στους ίδιους μας τους εαυτούς και το μέσο που έχουμε επιλέξει. Καλούμε όλους τους συντρόφους να αναλογιστούν την κρισιμότητα της κατάστασης (4 συντρόφοι ξεπερνούν πλέον τις 40 μέρες απεργίας) και να μετατρέψουν ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΣΕ ΜΕΡΑ ΔΡΑΣΗΣ.

Κάθε αγώνας εξαντλεί τη δυναμική του μόνο όταν παραιτούμαστε, και αυτός ο αγώνας ούτε την δυναμική του εξάντλησε ούτε τον κύκλο του έκλεισε.

Υ.Γ.1 : Εχθές σταμάτησε και ο σύντροφος μας Τάσος Θεοφίλου που πορευτήκαμε μέχρι αυτό το σημείο μαζί και παραμένουμε ενωμένοι στον κοινό μας αγώνα. Καλή ανάρρωση Τάσο.
Υ.Γ. 2 : Στέλνουμε την αλληλεγγύη μας στους επαναστάτες από την Τουρκία, που είναι δίπλα μας στη μάχη αυτή. Καλή ανάρρωση στον Γιώργο Ιγγλέση.
Υ.Γ. 3 : Αλληλεγγύη στους μετανάστες απεργούς πείνας που πραγματοποιούν απεργία πείνας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Παρανέστι Δράμας.

ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ-ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΝΙΚΗ
ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ

                                                                                              Δίκτυο αγωνιστών κρατουμένων

αναδημοσίευση από athens.indymedia.org

Ας καταστρέψουμε την εργασία – Alfredo M. Bonanno

ΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκός διαλέξεις, στις εκκλησιαστικός ομιλίες, σε προεκλο­γικός πολιτικός συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή   ειδίκευση   που τιμωρείται  από τη  βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η  κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείες, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα    η    κατάργηση   της εργασίας   σήμαινε,   μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε «εναλλακτικό» χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα «εναλλακτικά» ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιος πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένος συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το «εναλλακτικό» μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σο μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες   απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση  ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να  μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα   ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία  άποψη  είναι  σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα  εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που  θα  είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις «ξεκληρίσματος» περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

Αναδημοσίευση από rioters